- ῥαθάμιγγες
- ῥαθάμιγξdropfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ραθάμιγξ — ιγγος, ἡ, Α 1. σταγόνα, σταλαγματιά 2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.) 3. κηλίδα, στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε ιγξ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ωτειλήθεν — Α επίρρ. από τραύμα («φορέοντο αἵματος ὠτειλῆθεν ἐπὶ τραφερὴν ῥαθάμιγγες», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠτειλή «τραύμα» + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. ἀγορῆ θεν)] … Dictionary of Greek